στρωματόδεσμον

στρωματόδεσμον
στρωματόδεσμον
a leathern
neut nom/voc/acc sg
στρωματόδεσμος
a leathern
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρωματόδεσμον — τὸ, Α δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, ώματος + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • στρωματοδέσμου — στρωματόδεσμον a leathern neut gen sg στρωματόδεσμος a leathern masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματοδέσμων — στρωματόδεσμον a leathern neut gen pl στρωματόδεσμος a leathern masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματοδέσμῳ — στρωματόδεσμον a leathern neut dat sg στρωματόδεσμος a leathern masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματόδεσμα — στρωματόδεσμον a leathern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ковёр Клеопатры — Ж. Л. Жером. «Цезарь и Клеопатра», 1866 Ковёр Клеопатры  литературный и визуальный образ, связанный с эпизодом жизни знаменитой царицы Клеопатры и Юлия Цезаря. Это история знакомства двух будущих знаменитых любовников: когда Цезарь …   Википедия

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • στρωματόδεσμος — ὁ, Α στρωματόδεσμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + δεσμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”